συναποστάτης

συναποστάτης
ὁ, Α [ἀποστάτης]
αυτός που στασιάζει μαζί με άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναποστάται — συναποστάτης fellow rebel masc nom/voc pl συναποστάτᾱͅ , συναποστάτης fellow rebel masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναποστατῶν — συναποστάτης fellow rebel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναποστάταις — συναποστάτης fellow rebel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναποστάτου — συναποστάτης fellow rebel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναποστατικός — ή, όν, Μ [συναποστάτης] 1. αυτός που έχει τάσεις για εξέγερση, για στάση 2. συναποστάτης* …   Dictionary of Greek

  • συναποστάτας — συναποστάτᾱς , συναποστάτης fellow rebel masc acc pl συναποστάτᾱς , συναποστάτης fellow rebel masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναποστατώ — έω, Μ [συναποστάτης] 1. στασιάζω μαζί με άλλον 2. (μτβ.) υποκινώ κάποιον να στασιάσει μαζί μου …   Dictionary of Greek

  • ԱՊՍՏԱՄԲԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0278 Chronological Sequence: 12c ա. συναποστάτης defectionis socius Կցորդ եւ ընկեր ապստամբութեան. համախոհ. *Որ զապստամբակիցս իւր ընդդէմ զինեաց փառաց արարչին. Թղթ. ման …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • συναποστάτην — συναποστά̱την , συναφίστημι draw into revolt together aor ind act 3rd dual (doric) συναποστάτης fellow rebel masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”